τουρκόγερος

τουρκόγερος
ο, Ν
1. (στα χρόνια τής τουρκοκρατίας) Έλληνας προεστός, σκληρός σαν Τούρκος
2. πολύ σκληρός άρχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + γέρος. Η λ., σε έναν τ. πληθ. Τουρκογέροντες, μαρτυρείται από το 1825 στον Αδ. Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”